πλαγιοδέτης

πλαγιοδέτης
ο, Ν
ναυτ. χοντρό σχοινί που δένεται στην άγκυρα τού πλοίου ή στην αλυσίδα της και χρησιμεύει για την αλλαγή τής διεύθυνσης τού αγκυροβολημένου πλοίου, κν. λεντία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + δέτης (< δένω), πρβλ. λαιμο-δέτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πλάγιος — α, ο / πλάγιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. αυτός που εμφανίζει κλίση σε σχέση με κάποιον ή κάτι άλλο ή αυτός που παρουσιάζει λοξή απόκλιση ή κατεύθυνση, ο πλαγιαστός, ο λοξός (α. «πλάγιο επίπεδο» β. «πλάγι ἐστὶ τἆλλα, τοῡτο δ ὀρθὸν θηρίον»,… …   Dictionary of Greek

  • πλαγιοδετώ — έω, Ν ναυτ. δένω αγκυροβολημένο πλοίο με πλαγιοδέτη με τέτοιο τρόπο ώστε να λάβει ορισμένη πλάγια κατεύθυνση, κν. δένω λεντία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλαγιοδέτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”